- σκωληκοειδίτιδα
- (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους είναι σπάνια, ίσως εξαιτίας του ότι είναι βασικά χορτοφάγοι. Μπορούν να προσβληθούν όλες οι ηλικίες, από τη βρεφική ως τη γεροντική, χωρίς διακρίσεις φύλου. Η νόσος οφείλεται σε εγκατάσταση μικροβίων στα κύτταρα της σκωληκοειδούς απόφυσης. Η χρόνια κολίτιδα, η παρουσία ξένων σωμάτων ή εντερικών παράσιτων στον αυλό της προδιαθέτει στην εκδήλωση σκωληκοειδίτιδας. Η προσβολή οξείας σκωληκοειδίτιδας χαρακτηρίζεται σχεδόν πάντα από απότομη έναρξη και από οξύ πόνο, που ο ασθενής εντοπίζει συνήθως στο δεξιό λαγόνιο βόθρο. Συχνά υπάρχει έμετος, λόξυγκας και σύσπαση των κοιλιακών μυών. Στα παιδιά, αντίθετα, η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται συνήθως από πόνους διάχυτους σε ολόκληρη την κοιλιά, υψηλό πυρετό, χωρίς να υπάρχει πολλές φορές σύσπαση των κοιλιακών μυών.
Η μοναδική πραγματικά αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή, που προφυλάσσει από βαριές επιπλοκές, όπως η περιτονίτιδα (περιτόναιο), είναι η χειρουργική αφαίρεση της σκωληκοειδούς απόφυσης (σκωληκοειδεκτομή). Η χειρουργική επέμβαση μπορεί να γίνει αμέσως, δηλαδή στις πρώτες 12-24 ώρες από τη προσβολή, ή αργότερα, όταν περάσει η οξεία φάση, ενδεχομένως κάτω από την κάλυψη αντιβιοτικών, δηλαδή μετά την υποχώρηση της φλεγμονής (εν ψυχρώ). Πάντως απαγορεύεται η χορήγηση οποιουδήποτε καθαρτικού.
* * *η, και σκωληκοειδίτης, ο, Νφλεγμονή τής σκωληκοειδούς αποφύσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοειδής + κατάλ. -ίτιδα* (πρβλ. ηπατ-ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. σκωληκοειδῖτις, μαρτυρείται από το 1898 στο περιοδικό Ιατρική Πρόοδος Σύρου].
Dictionary of Greek. 2013.